Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ποδωκία — ἡ, Α βλ. ποδώκεια … Dictionary of Greek
ποδώκεια — και ποδωκία, ἡ, Α [ποδώκης] η ιδιότητα τού ποδώκους, η ταχύτητα τών ποδιών … Dictionary of Greek